μιμίζομαι

μιμίζομαι
μιμίζομαι (Μ)
παριστάνω, απεικονίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα σχηματισμένο από τον αόρ. τού μιμοῦμαι κατά το σχήμα ἀπαντῶ: ἀπαντίζω, τυραννῶ: τυραννίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”